- προσβαθύνω
- Ακάνω κάτι βαθύτερο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προσβαθῦναι — προσβαθύνω make still deeper aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθαίνω — και βαθύνω (Α βαθύνω) 1. κάνω κάτι βαθύ, βαθουλώνω 2. (αμτβ.) γίνομαι βαθύς νεοελλ. (για χρώματα) παίρνω βαθύτερη, πιο σκούρα απόχρωση αρχ. 1. δίνω βάθος στη στρατιωτική παράταξη, αναπτύσσω σε βάθος 2. προσπαθώ ν αντιληφθώ τη βαθύτερη σημασία… … Dictionary of Greek